Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Η Σκάλα της Ζωής Ένα αντίο στον Αντώνη Σουρούνη



Ήταν 5 Μαρτίου του 2000 όταν διάβασα το χρονογράφημα  "Η Σκάλα της Ζωής" στη τακτική στήλη "Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. Έκοψα το απόκομμα και δεκάξι  χρόνια μετά μαθαίνοντας για το θάνατο του Αντώνη Σουρούνη το θυμήθηκα  και το αντιγράφω, μήπως και νιώσω τη ίδια συγκίνηση που μου είχε χαρίσει τότε.

   Όσο βγαίνω από το χωριό, τα σπίτια γίνονται πιο αραιά και, προτού χαθούν τελείως, ακούω τιτιβίσματα παιδιών από το σχολείο. Δεν φαίνονται, ακούγονται μόνο οι φωνές και τα γέλια τους, καθώς παίζουν. Μετά τίποτε, μόνο μερικά μαντριά και κοτέτσια. Περνώντας από μπροστά τους μιμούμαι τη φωνή τους. Τα μεγάλα κατσίκια με κοιτούν απορημένα, τα μικρά όμως ξεγελιούνται και μου απαντούν. Περπατώ και βελάζω δίχως να σταματήσω κι εκείνα αντιχαιρετούν.
  Το τελευταίο κτίριο είναι το γηροκομείο. Δεν βλέπεις τίποτε μέσα, ένας πέτρινος τοίχος δυο φορές σαν το μπόι μου, κρύβει τους γέροντες από τους ελάχιστους διαβάτες  κι εμένα από τους γέροντες. Αν δεν υπήρχε η μικρή ταμπελίτσα, πάνω στη πέτρα, που να λέει πως είναι γηροκομείο, θα αναρωτιόσουν, ποιος τυχερός κατοικεί σε αυτό το ωραίο, μεγάλο σπίτι με θέα στη θάλασσα. Περπατώντας σε χωμάτινο δρόμο μέσα σε απόλυτη ησυχία, ακούγοντας μόνο τις φωνές των ζώων και βλέποντας μόνο πρασινάδες και βράχους, σε τριακόσια, τετρακόσια μέτρα συναντάς την τελευταία κατοικία του χωριού, το νεκροταφείο.
  Το γηροκομείο βρίσκεται στα δεξιά σου, το νεκροταφείο στα αριστερά σου και ψηλότερα, ώστε να βλέπουν οι μεν τους δε και να μη ξεχνιούνται. Πουθενά δεν έχω δει καλύτερη τοποθεσία για νεκρούς - καλά καλά ούτε και για ζωντανούς έχω δει καλύτερη. Καλημερίζω τους πεθαμένους και σταματώ σε ένα παρεκκλήσι είκοσι μέτρα παραπέρα, για να ανάψω το καντήλι του. Τα εκκλησάκια που βρίσκονται στις ερημιές και είναι χαμηλότερα από τους ανθρώπους, είναι για να τα λειτουργούν  οι αμαρτωλοί άνθρωποι,οι εκκλησίες που είναι ψηλότερες και από πολυκατοικίες, είναι για τους παπάδες. Συχνά φυσάει δυνατός βοριάς και δυσκολεύομαι να το ανάψω. Πολλές φορές το παρατώ έτσι, σβηστό και φεύγω. Δεν μπορώ να τα βάλω και με το Θεό. Αν δεν θέλει αναμένω κερί, δεν θέλει. Μια μέρα ήρθε εδώ ο μπάρμπα Κώστας, πήρε το μπουκαλάκι με το λάδι, μαγείρεψε κι όταν πληρώθηκε τη σύνταξή του, έφερε ένα καινούριο και ζήτησε από το Θεό συγνώμη.
  Και μετά αρχίζει ο Παράδεισος. Κολλητά σχεδόν με το παρεκκλήσι είναι το κτήμα του φίλου μου του Βαγγέλη, όπου βόσκουν καμιά πενηνταριά κότες και κοκκόρια, ένας γάιδαρος,μέλισσες,πεταλούδες, σκύλοι, γάτες, μια πάπια και από πάνω τους τριγυρίζει μια γερακίνα περιμένοντας την ευκαιρία να βοσκήσει και αυτή.
  Από εδώ και πέρα αρχίζουν τα μεγάλα και φαρδιά πέτρινα σκαλιά και περπατάς ανάμεσα σε μαργαρίτες, τσουκνίδες και κάθε λογής χόρτα. Ο πραγματικός Παράδεισος. Από αριστερά και δεξιά κατεβαίνουν τα δυο βουνά, για να ενωθούν στο βάθος με ένα τριγωνικό κομμάτι θάλασσας. Σταματώ και χαζεύω. Είναι σαν να βλέπεις δυο γυναικεία πόδια ορθάνοιχτα από μια κοπέλα, που λιάζεται  ολομόναχη και αμέριμνη στην αμμουδιά.
  Συνεχίζω τον κατήφορό μου Γηροκομείο, νεκροταφείο, Παράδεισος, σκέφτομαι, καθώς βαδίζω, για να ανταμώσω το σημείο εκείνο της θάλασσας. Μπαίνω μέσα αργά αργά σα να βαφτίζομαι.Νιώθω σα να βρίσκομαι στο καθαρτήριο. Όταν βγαίνω, είμαι ξαναγεννημένος από την αρχή. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής από την πίσω μεριά του βουνού, από το μονοπάτι πλάι στη θάλασσα. Την βλέπω από ψηλά λαμπερή, πρασινογάλανη, καθαρτήρια και μου γεννιέται η επιθυμία βουτώντας από εκεί πάνω να ξαναγίνω ένα μαζί της. Είναι σα να με καλεί. Κοιτάω από την άλλη μεριά, να μη τη βλέπω και προσπαθώ να μη την ακούω.
  Συνεχίζω το δρόμο μου προς τους ανθρώπους, για να ξανακάνω αύριο τον ίδιο κύκλο με χθες. Σχολείο, γηροκομείο, νεκροταφείο, Παράδεισος, καθαρτήριο, ξανά το ίδιο, και πάλι το ίδιο, ώσπου κάποτε οι δύο τελευταίες λέξεις θα αλλάξουν θέση και αυτόματα θα αλλάξω θέση κι εγώ. Ελπίζω όμως να βλέπω ακριβώς τα ίδια πράματα, να ακούω ακριβώς τα ίδια, να μυρίζω ακριβώς τα ίδια και να έρχομαι σε επαφή ακριβώς με τα ίδια. Αλλιώς ας με αφήσει ο Θεός εδώ που είμαι. Καλά είμαι. Όπως Του κάνω εγώ το χατήρι και δεν Του ανάβω το κερί όταν δεν το θέλει, ας μου κάνει και εκείνος το δικό μου  και να μη μου το ανάψει ποτέ. Καλύτερα από εδώ δεν θάβρω.

Τελικά δεν του έκανε το χατήρι!
Καλό σου ταξίδι Αντώνη. Δεν ξέρω τι βλέπεις από εκεί πάνω, από εδώ κάτω πάντως, θα λήψεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: